- φιλόβιβλος
- -ον, ΜΑμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλονμεγάλη αγάπη για τα βιβλίααρχ.1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + βίβλος (πρβλ. πολύ-βιβλος)].
Dictionary of Greek. 2013.