φιλόβιβλος

φιλόβιβλος
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον
μεγάλη αγάπη για τα βιβλία
αρχ.
1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος
2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία
3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + βίβλος (πρβλ. πολύ-βιβλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόβιβλος — fond of books masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόβιβλοι — φιλόβιβλος fond of books masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”